Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπεραω
ἐκπεράω
ἐκ-περάω
; 1) выходить
ex. (μελάθρων Eur.)
; 2) проходить
ex. (μέγαν στίβον HH.; χέρσον καὴ θάλασσαν Aesch.)
ὃς βίον ἐξεπέρασ΄ ἀγνώς Eur. — кто провел жизнь в безвестности;
ὀγδώκοντ΄ ἐκπερᾶσαι ἔτεα Anth. — прожить восемьдесят лет
; 3) проходить насквозь
ex. (τὸ δόρυ ἐξεπέρησεν ὑπ΄ ἐγκεφάλοιο Hom.; διά τινος Xen.)
; 4) проплывать
ex. (μέγα λαῖτμα Hom.; перен. κῦμα συμφορᾶς Eur.)
; 5) всходить, взбираться
ex. (κλίμακα Eur.)