Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιωθεω
περιωθέω
περι-ωθέω
; 1) вталкивать (εἴσω τὴν ἀναπνοήν Plat.):
τὸ περιωσθέν Plat. нагнетенное, т. е. втянутый воздух;
; 2) выталкивать, вытеснять;
отвергать:
περιεώσμεθα ἐκ πάντων Thuc. мы (платейцы), отвергнуты всеми;
μὴ περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν Thuc. чтобы мы не были отвергнуты вами;
; 3) угнетать, притеснять (τοὺς ἀνθρώπους Dem.; γίνονται δὲ στάσεις ἐκ τοῦ περιωθεῖσθαι ἑτέρους ὑφ᾽ ἑτέρων Arst.).