Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμφιεννυμι
ἀμφιέννυμι
ἀμφι-έννῡμι
(fut. ἀμφιέσω, aor. ἠμφίεσα, pf. pass. ἠμφίεσμαι)
; 1) надевать
ex. (εἵματα Hom.; ἀ. τί τινα Xen. Plat.)
ἀ. τινἀ τινι Plat. — покрывать кого-л. чем-л.;
ἀμφιέσασθαί τι Hom. — надеть на себя что-л., перен. окутаться чем-л.;
λευκέν ἀμφιέσασθαι κόμην Anth. — покрыться сединами
; 2) одевать
ex. (τινά Arph.)
στολέν γυναικὸς ἠμφιεσμένος Arph. — одетый в женское платье;
ἠμφιεσμένοι καὴ ὑποδεδεμένοι Plat. — одетые и обутые