Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αθροιστικος
ἀθροιστικός
adj.=3
3
грам.
; 1)
собирательный
ex. (ὀνόματα)
; 2)
(при)соединительный
ex. (σύνδεσμοι)