Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανταμειβομαι
ἀνταμείβομαι
ἀντ-ᾰμείβομαι
; 1) обмениваться
ex. (χρυσοῦ χρήματα ἀνταμείβεται καὴ χρημάτων χρυσός Heracl. ap. Plut.)
; 2) отплачивать, возмещать, воздавать
ex. (τινα κακαῖσι ποιναῖς Aesch.; τινά τινι ἀντί τινος Arph.)
; 3) отвечать, возражать
ex. (τοισίδε, sc. λόγοις Her.; τί τινα или πρός τινα Soph.)
ὑμᾶς μὲν οὖν τοῖσδ΄ ἀ. λόγοις Eur. — так вот вам мой ответ