Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κλασις
κλάσις
-εως (ᾰ)
ἡ
; 1)
перелом, разбивание
ex. (τῶν κύκλων
Plat.
)
; 2)
сгибание
ex. (τῶν γονάτων
Arst.
)
; 3)
преломление
ex. (τοῦ ἄρτου
NT.
)