Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ειλικρινως
εἰλικρινῶς
εἰλικρῐνῶς
v. l. εἱλικρινῶς
; 1) в чистом виде, без примеси
ex. (ὅλον λευκόν Arst.; τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνες καὴ ἄμιγεῖς βαρβάρων Plat.)
; 2) целиком, всецело, искренно
ex. (ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένος Plat.)
; 3) абсолютно
ex. (τὸ εἰ. ὄν Plat.)