Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκλαω
συγκλάω
I.
атт. Luc. = συγκλαίω
II.
разбивать, ломать
ex. (κλήματα Arph.)
κάμπτεσθαι καὴ συγκλᾶσθαι Plat. — гнуться и ломаться;
ἡ συγκλωμένη (sc. γραμμή) Arst. — ломаная линия;
τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. — душевно надломленные