Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναχωρησις
ἀναχώρησις
-εως ἡ
; 1) отход, отступление Her., Thuc., Plut.
ex. ἐπὴ πόδα ἀναχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. — отступать лицом к противнику
; 2) отлив
ex. (ἐπιδρομαὴ κυμάτων καὴ ἀναχωρήσεις Arst.)
; 3) иссякание, высыхание
ex. τοῦ ποταμοῦ τέν ἀναχώρησιν ποιουμένου Diod. — с обмелением реки
; 4) уход
ex. ἀ. τοῦ βιότου Anth. — уход из жизни, кончина
; 5) убежище
ex. (ἀ. τε καὴ ἀφορμή Thuc.; ἀναχώρησιν καταλιπεῖν ἐαυτῷ Dem.)