Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταγοητευω
καταγοητεύω
κατα-γοητεύω
; 1) пленять, очаровывать
ex. (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.)
; 2) вводить в заблуждение, морочить
ex. (ἐξαπατηθέντες καὴ καταγοητευθέντες ὑπό τινος Xen.)