Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποπτος
ἄποπτος
ἄπ-οπτος
adj.=2 2
; 1) издали видимый
ex. (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανές καὴ ἄ. Plut.)
ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. — (наблюдая) издали
; 2) удаленный от взоров, невидимый, т.е. далекий
ex. (τινος Soph.)