Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καλλωπισμος
καλλωπισμός
ὁ
; 1) красота, изящество
ex. (τοῦ ἵππου Xen.)
διὰ τὸν καλλοπισμόν Plat. — для (придания) красоты
; 2) украшение
ex. εἰς καλλοπισμόν Xen. — для украшения;
οἱ περὴ τὸ σῶμα καλλοπισμοί Plat., — телесные украшения, наряды