Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
οιδεω
οἰδέω
(pf. ᾤδηκα; дор. 3 л. pl. pf. ᾠδήκαντι)
; 1) набухать, пухнуть
ex. (χρόα πάντα Hom.; τὼ πόδε Arph.; οἰδησάσης τῆς πληγῆς Arst.)
; 2) волноваться, быть в смятении
ex. (οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων Her.; οἰδεῖ ἡ πόλις Plat.; ὁ δῆμος οἰδῶν Plut.)