Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπεσσω
καταπέσσω
κατα-πέσσω
атт. καταπέττω и *καταπέπτω (fut. καταπέψω)
; 1) переваривать
ex. (ἕως ἂν καταπεφθῇ ἡ τροφή Arst.; καταπέττεσθαι ῥᾳδίως Plut.)
; 2) подавлять в себе, сдерживать, скрывать
ex. (χόλον Hom.)
; 3) носить в себе, т.е. не проявлять
ex. (μέγαν ὄλβον Pind.)