Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ενοφθαλμιαζομαι
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐν-οφθαλμιάζομαι
с.-х.
поддаваться прививке
ex. (πεύκη καὴ πίτυς καὴ τὰ ὅμοια οὐκ ἐνοφθαλμιάζει
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,