Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιρροη
ἐπιρροή
ἐπι-ρροή
ἡ
; 1) приток
ex. κακαῖς ἐπιρροαῖς ὕδωρ μιαίνειν λαμπρόν Aesch. — портить чистую воду грязными примесями
; 2) течение, поток
ex. (δακρύων Eur.; αἱμάτων Aesch.)
; 3) прилив, наплыв
ex. (κακῶν Eur.; φθάσαι τέν ἐπιρροήν Luc.)
ἡ αὔξη τε καὴ ἐ. Plat. — рост и расширение;
ἀνάμνησις ἐστὴν ἐ. φρονήσεως ἀπολιπούσης Plat. — воспоминание есть прилив, восполняющий убыль мышления