Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκβιβαζω
ἐκβιβάζω
ἐκ-βῐβάζω
; 1) выводить (на берег), высаживать, выгружать
ex. (εἰς τὸν λιμένα Plat.; ἐκ τῶν νεῶν Thuc., Xen.; τοὺς στρατιώτας Plut.)
; 2) отводить
ex. (ποταμὸν ἐκ τοῦ αὐλῶνος Her.)
; 3) отклонять, сбивать
ex. (ἵππους τῶν ὁδῶν Xen.; τινὰ τῶν δικαίων λόγων Thuc.)
; 4) толкать, побуждать
ex. (τινὰ εἰς τὸν πόλεμον Polyb.)