Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασθενεια
ἀσθένεια
ἀ-σθένεια
ион. ἀσθενίη ἡ
; 1) бессилие, немощь, слабость
ex. (σωμάτων Thuc.; τοῦ γήρως Plat.; τῆς ὄψεως Arst.; τῆς ψυχῆς Plut.)
; 2) недуг, болезнь
ex. (ἡ καταβολέ τῆς ἀσθενείας Plat.; ἡ περὴ τὸν ὀφθαλμὸν ἀ. Luc.)
; 3) бедность, скудость
ex. (βίου Her.)