Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταμελεταω
καταμελετάω
κατα-μελετάω
; 1) тщательно упражнять ex. (τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ Plat.); воспитывать, развивать
ex. (τέν ἀνδρείαν Plat.)
; 2) тщательно разрабатывать, сочинять
ex. (τὸν ἔπαινον περί τινος Plat.)