Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κροκη
κρόκη
ἡ
; 1) уток
ex. εὐθυπλοκία κρόκης καὴ στήμονος Plat. — прямое переплетение утка и основы
; 2) нить
ex. (κ. ῥαγεῖσα Plut.)
ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. — висеть на волоске
; 3) шерстяное волокно, шерсть
ex. (θαλλοῖσιν ἢ κρόκαισιν ἐρέφειν Soph.)
; 4) pl. ткань
ex. (μαλακαὴ κρόκαι Pind.)
; 5) pl. галька, голыш
ex. (περὴ τοὺς αἰγιαλούς Arst.)