Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατισχω
κατίσχω
κατ-ίσχω
Hom. καταΐσχω (= κατέχω)
; 1) спускаться, сходить
ex. (σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ Her.)
; 2) сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе
ex. (γυναῖκα νέην Hom.)
; 3) занимать ex. (ὅλον τὸ σμῆνος Arst.); pass. быть занятым
ex. (οὔτε ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἡ νῆσος - οὔτ΄ ἀρότοισιν Hom.)
; 4) направлять, вести
ex. (νῆα ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.)