Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτελλω
ἐπιτέλλω
ἐπι-τέλλω
(aor. ἐπέτειλα) тж. med.
; 1) приказывать, велеть, поручать
ex. (τί τινι Hom.; med. Arph. и ποιεῖν τι Her.)
σῶν μέμνημαι ἐφετμέων, ἃς ἐπἐτειλας Hom. — я помню приказания, которые ты дала
; 2) обращаться или произносить, изрекать
ex. (κρατερὸν μῦθον Hom. - in tmesi)
; 3) всходить, появляться
ex. (ἐπιτέλλει ὁ Ὠρίων Arst.; ἠελίοιο ἐπιτελλομένοιο HH.)
πῇ ποτε μόχθων χρέ τέρματα ἐπιτεῖλαι ; Aesch. — где же конец мукам?