Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διφυης
διφυής
δι-φυής
adj.=2 2
(pl. n тж. δυφυᾶ)
; 1) имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ
ex. (μιξοπάρθενος ἔχιδνα Her.; Κένταυροι Soph., Isocr.; Πάν Plat.)
; 2) двойной, парный
ex. (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.)