Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επανατελλω
ἐπανατέλλω
ἐπ-ανατέλλω
ион.-поэт. ἐπαντέλλω
; 1) (тж. ἐ. ποδὸς ἴχνος Eur.) подниматься, вставать
ex. (εὐνῆς Aesch.)
; 2) всходить Anth.
ex. ὡς ἐπανέτελλε ὁ ἥλιος Her. — когда всходило солнце (с восходом солнца)
; 3) подниматься, выходить
ex. (αἱ ἐπανατέλλουσαι φάλαγγες ἐκ τοῦ χάρακος Plut.)
; 4) возникать, появляться Aesch.
ex. ἐπαντέλλων χρόνος Pind. — надвигающееся время, т.е. будущее