Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασκεπτομαι
διασκέπτομαι
δια-σκέπτομαι
; 1) оглядываться, озираться
ex. (διασκεψάμενοι μέ ὁρῶνται ὑπό τινος Xen.)
; 2) внимательно рассматривать
ex. (γράμματα Plut.)
; 3) перен. обдумывать
ex. (τι Plat. и περί τινος Arst.)
δ. πρὸς ἑαυτόν Plat. — размышлять, соображать;
φέρε διασκεψώμεθα Eur. — давай посмотрим