Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπαιδαγωγεω
διαπαιδαγωγέω
δια-παιδᾰγωγέω
; 1) воспитывать
ex. (δ. καὴ διαπαιδαγωγεῖσθαι Plat.; δ. τέν ἕξιν Plut.)
; 2) руководить, править, направлять
ex. (τέν πολιτείαν Plut.)
; 3) развлекать, забавлять, занимать
ex. (ἡδονῇ καὴ χάριτί τινα Plut.)
; 4) увлекать, обхаживать, уговаривать
ex. (οὕτως ὁ βάρβαρος διεπαιδαγώγησε τοὺς Ῥωμαίους Plut.)
; 5) затягивать, продлевать
ex. (τὸν πότον ταῖς περί τινος ἐλπίσιν Plut.)
; 6) выжидать
ex. (τὸν καιρόν Plut.)