Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλαγιον
πλάγιον
(ᾰ) τό
; 1) бок, воен. фланг
ex. τὰ πλαγία τῆς Σκυθίης Her. — окраины Скифии;
ἐκ πλαγίου Plat., Xen. — сбоку;
ἐκ (τῶν) πλαγίων Arst. — с боков
; 2) задняя мысль, хитрость
ex. πλάγια φρονεῖν Eur. — хитрить
; 3) грам. косвенная речь