Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκαιω
ἐκκαίω
ἐκ-καίω
атт. тж. ἐκκάω (aor. ἐξέκηα - поздн. ἐξέκαυσα; pass.: fut. ἐκκαυθήσομαι, aor. 1 ἐξεκαύθην, aor. 2 ἐξεκάην, pf. ἐκκέκαυμαι)
; 1) выжигать
ex. τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκαῆναι Plat. — быть с выжженными глазами (род казни)
; 2) воспламенять, зажигать, жечь
ex. (τὰ πυρά Her.; τὰ ξύλα Arph.)
ἡ ἀναθυμίασις ἐκκαιομένη Arst. — горящие испарения
; 3) перен. воспламенять, разжигать, возбуждать ex. (ἐλπίδα Polyb.; πόλεμον Polyb., Plut.; τέν πρός τινα ὀργήν τινος Plut.); pass. разгораться, вспыхивать
ex. (τὸ κακὸν ἐκκαόμενον Plat.)