Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιπαις
ἀντίπαις
ἀντί-παις
-παιδος adj.
; 1) подобный ребенку
ex. (γραῦς Aesch.)
; 2) еще не вышедший из детского возраста
ex. (θυγάτηρ Eur.)
; 3) (тж. ἀ. τέν ἡλικίαν Plut.) взрослый
ex. (παῖς Soph.; ἡλικία Polyb.)