Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπιπρημι
ἐμπίπρημι
ἐμ-πίπρημι
(impf. ἐνεπίμπρην, fut. ἐμπρήσω - эп. ἐνιπρήσω, aor. ἐνέπρησα, pf. ἐμπέπρηκα; pass.: aor. ἐνεπρήσθην, pf. ἐμπέπρησμαι и ἐμπέπρημαι) ex. (тж. ἐ. πυρί, реже πυρός Hom.) зажигать, поджигать, сжигать (νῆας, ἄστυ Hom.; τὸν νηόν Her.; οἰκίαν Arph.; τὸ οἴκημα Xen.); pass. гореть, сгорать
ex. (ὁ ὀπισθόδομος ἐνεπρήσθη Dem.; ὕλη ἐμπεπρησμένη Arst.)