Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμφυτος
ἔμφυτος
ἔμ-φῠτος
adj.=2 2
; 1) природный, естественный
ex. (θερμότης Arst.)
; 2) прирожденный, врожденный
ex. (ἀρετή Plat.; ὄρεξις Arst.; πικρία καὴ δυσμένεια Plut.)
πατρὸς ἔμφυτον ἄλαστον αἷμα Soph. — написанное на роду проклятье отцеубийства;
ἔ. μαντική Her. — дар прорицания