Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισορμαω
εἰσορμάω
εἰσ-ορμάω
ион. и староатт. ἐσορμάω
; 1) силой вносить, твердой рукой вводить
ex. (Σωσίθεος εἰσώρμησε τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμόν Anth.)
; 2) тж. med. устремляться, врываться
ex. (εἰς τόπον πρὸς Ἱππότας Plut.; τὸν Ἡράκλειον θάλαμον εἰσορμωμένη Soph.)