Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συμπηξις
σύμπηξις
σύμ-πηξις
-εως ἡ
; 1) сгущение, уплотнение
ex. (τοῦ ὑγροῦ Arst.)
; 2) плотность
ex. (τῶν ἁρμῶν Plut.)
; 3) сплоченность, тж. связь, близость
ex. (ἑνότης καὴ σ. Plut.)
; 4) сочетание
ex. (ἀρχῆς καὴ δυνάμεως Plut.)