Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μηνυτης
μηνυτής
μηνῡτής
дор. μᾱνῡτάς -οῦ ὁ
; 1) обличитель
ex. (μ. χρόνος Eur.; τῶν τἀναντία φρονούντων Plut.)
; 2) предостерегающий
ex. μηνυτήν τινι γενέσθαι Lys. — предостеречь кого-л.
; 3) осведомитель, доносчик
ex. (αἰσχρῶν ἔργων Plat.)