Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμβουλευω
ξυμβουλεύω
συμ-βουλεύω
; 1) давать совет, советовать
ex. (τινί τι Her. и περί τινος Plat.; σ. τινὴ - реже τινὰ Plat. - ποιεῖν τι Her., Thuc.)
οὐ σ. τινὴ ποιεῖν τι Her. — отговаривать кого-л. от чего-л.;
συμβουλὰς σ. Plat. — давать советы;
τὰ παρά τινος συμβουλευόμενα Xen. — подаваемые кем-л. советы;
τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων Isocr. — назидательные поэмы
; 2) med. советоваться, совещаться, просить совета
ex. συμβουλεύεσθαί τι μετά τινος Arph. или περί τινός τινι Plat. — советоваться с кем-л. о чем-л.
; 3) aor. med. прийти к соглашению, договориться
ex. (συνεβουλεύσαντο ἀνελεῖν αὐτόν NT.)