Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κηρ
κήρ
κηρός ἡ
; 1) злая смерть, гибель
ex. (Τρώεσσιν φόνον καὴ κῆρα φέροντες, sc. Ἀχαιοί Hom.)
; 2) мучительный недуг, тяжелая болезнь
ex. (νοσῶν παλαιᾷ κηρί, sc. Φιλοκτήτης Soph.)
; 3) перен. язва, зло
ex. (τοῖς πλείστοις τῶν καλῶν κῆρες ἐπιπεφύκασιν Plat.; κῆρες ἐπαγώγιμοι, sc. ἀργύριον καὴ χρυσίον Plut.)
; 4) бедствие, несчастье, горе
ex. (βαρεῖα κ. Aesch.)