Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμπιεζω
ξυμπιέζω
συμ-πιέζω
; 1) сжимать, сдавливать
ex. (τι ταῖς χερσίν Plat.)
τὰ συμπιεζόμενα Xen. — сокращающиеся органы
; 2) приглаживать
ex. (τὰς τρίχας Plat.)
; 3) прижимать
ex. (χείλεα χείλεσι Anth.)