Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δεξιωσις
δεξίωσις
-εως ἡ
; 1) радушный прием, приветливое обхождение
ex. (δεξιώσεις καὴ ἀνακλήσεις Plut.)
; 2) искательство, домогательство, тж. интрига
ex. (ἔριδες καὴ φιλονεικίαι καὴ δεξιώσεις Plut.)