Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκρυπτω
συγκρύπτω
συγ-κρύπτω
; 1) закрывать целиком
ex. (τοῖς ὅπλοις δέμας Eur.)
; 2) скрывать, утаивать, прятать (sc. ἐνδεές τι Xen.; τὰ τοιαῦτ΄ ὀνείδη Dem.; πολλὰ τῶν ἁμαρτημάτων Arst.)
; 3) помогать скрыть, содействовать в сокрытии
ex. (τοῖς ἁμαρτάνουσιν Isocr.)