Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπειρια
ἐμπειρία
ἐμ-πειρία
ἡ тж. pl.
; 1) опыт, основанное на опыте знание, опытность
ex. (τινός Thuc., Plat., Dem., περί τι Xen., Plat., περί τινος Arst. и κατά τι Thuc.)
ἐκ или ἐξ ἐμπειρίας Thuc., Arst. и (τῇ) ἐμπειρίᾳ Thuc., Plut. — на основании опыта, по опыту;
αἱ ἔκ τινος γεγενημέναι ἐμπειρίαι Isocr. — приобретенный благодаря чему-л. опыт
; 2) голая практика, рутина
ex. ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τέν ἰατρικέν μεταχειρίζειν Plat. — заниматься врачеванием чисто практически, не научно;
μέ τριβῇ μόνον καὴ ἐμπειρίᾳ, ἀλλὰ τέχνῃ Plat. — не одной практической рутиной, а как требует искусство;
οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί Sext. = οἱ ἐμπειρικοί
; 3) ремесло
ex. (αἱ ἐμπειρίαι καὴ τέχναι Arst.)