Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπυροω
ἐκπυρόω
ἐκ-πῠρόω
; 1) опустошать огнем
ex. (γαῖαν Eur.)
; 2) зажигать, воспламенять
ex. (ξύλα Arst.; τὸ ἔλαιον Plut.)
λύπη ἐκπυρωθεῖσα Plut. — жгучая скорбь
; 3) раскалять
ex. (ἐκπυρούμενος χαλκός Polyb.; θερμὸς καὴ ἐκπεπυρωμένος Arst.)
; 4) жечь, сжигать ex. (κύνα Λέρνας ὕδραν Eur.; κόσμον Plut.); pass. гореть, сгорать
ex. (λαμπάσιν κεραυνίαις Eur.)