Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χαος
χάος
-εος (ᾱ) τό <χαίνω>
; 1) хаос, первичное бесформенное состояние мира ex. (πάντων πρώτιστα χ. γένετο Hes. etc.; τὸ περικείμενον χ. Luc.); перен. мрачная бездна
ex. (ἔρεβος καὴ χ. Plat.; ὄρφνη καὴ χ. Plut.)
; 2) бесконечное пространство Arph., Anth.