Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αγωνιαω
ἀγωνιάω
; 1) бороться, соревноваться, соперничать
ex. (πρὸς ἀλλήλους Isocr.)
; 2) беспокоиться, тревожиться
ex. (περί τινος Polyb., Plut., ὑπέρ τινος, ἐπί τινι и περί τι Plut.)
ἐδόκει μοι τετραχύνθαι τε καὴ ἀ. Plat. — он, кажется мне, раздражен и взволнован;
ἀ. τινα Polyb. — опасаться кого-л.