Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπερφθεγγομαι
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερ-φθέγγομαι
; 1) громогласно читать, громко декламировать
ex. (τοὺς διθυράμβους Plut.)
; 2) заглушать, (стараться) перекричать, превзойти или затмить
ex. (τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ Plut.; τὰ ἔργα ὑπερφθέγγεται τοὺς λόγους Luc.)