Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συναναχρωννυμαι
συναναχρώννῠμαι
συν-αναχρώννῠμαι
; 1) досл. окрашиваться, перен. напитываться Diod.:
σ. τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν Plut. усваивать человеческие нравы;
; 2) смешиваться, общаться (τοῖς πολίταις Plut.).