Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανερματιστος
ἀνερμάτιστος
ἀν-ερμάτιστος
adj.=2 2
; 1) ненагруженный, порожний
ex. (πλοῖα Plat.)
; 2) ненакрытый, пустой
ex. (τράπεζα Plut.)
; 3) перен. неустойчивый, шаткий
ex. (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὴ ἀ. Plut.)