Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκοπτω
ἀποκόπτω
ἀπο-κόπτω
; 1) отрубать, отсекать, отрезывать
ex. (κάρη Hom.; χεῖρας Her.; τινὴ τὸν τράχηλον Plut.)
ἀποκοπῆναι τέν χεῖρα Her. — лишиться руки;
ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. — утратить надежду;
ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς Plut. — когда у него пропал голос
; 2) выбивать, вытеснять (sc. τοὺς πολεμίους Xen.)
; 3) med. оплакивать, нанося себе удары
ex. (νεκρόν Eur.)