Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διπλασιαζω
διπλασιάζω
δι-πλᾰσιάζω
; 1) удваивать
ex. (τὸν ἔμπροσθεν χρόνον Plat.; τέν παρασκευήν Plut.; ἀριθμὸς διπλασιαζόμενος Arst.)
ἡ ὁλκὰς ἐδιπλασίασεν Lys. — судно принесло сто процентов прибыли
; 2) быть двойным, вдвое большим
ex. (καρπὸς διπλασιάζων τῶν ἐν ταῖς ἄλλαις χώραις φυομένων Diod.)