Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καινοτομια
καινοτομία
καινο-τομία
ἡ
; 1) изменение, замена
ex. (τῶν ὀνομάτων Plat.)
; 2) смена, перемена, обновление
ex. (τῆς πολιτείας Polyb.; περὴ τοὺς λόγους Plut.)
; 3) нововведение, новшество
ex. (ἡ Τερπάνδρου κ. καλόν τινα τρόπον εἰς τέν μουσικέν εἰσήγαγε Plut.)
; 4) новизна, новость, неожиданность
ex. (τοῦ συμβαίνοντος Polyb.)