Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλυμαινομαι
διαλυμαίνομαι
δια-λῡμαίνομαι
(aor. pass. διελυμάνθην)
; 1) обезображивать, увечить
ex. (γυνέ διαλελυμασμένη Her.)
; 2) губить, уничтожать
ex. (Ἑλλάδ΄ αὐτοῖς Φρυξί Eur.; τέν πατρίδα Isocr.)
; 3) мучить, терзать
ex. (ἵμερός με διαλυμαίνεται Arph.)
; 4) обманывать
ex. ταῖς κοτύλαις δ. или τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμά τινα Arph. — обмеривать кого-л.
; 5) искажать, извращать, портить
ex. (τὸ μέγιστον ἔργον αἰτίῃ φαύλῃ Plut.)